- πορτιέρης
- οθυρωρός, αλλ. πορτάρης.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πορτιέρης — ο, θηλ. πορτιέρισσα, Ν θυρωρός, φύλακας τής πόρτας, τής εισόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. portiere < porta] … Dictionary of Greek
-ιέρης — κατάληξη αρσενικών ουσιαστικών ιταλικής προελεύσεως πρβλ. γκαραζιέρης, γκρουπιέρης, γονδολιέρης, καμαριέρης, καμηλιέρης, κανονιέρης, καροτσιέρης, λαντζιέρης, λαουτιέρης, μαουνιέρης, μπαγκιέρης, μπιραριέρης, μπουρλοτιέρης, πορτιέρης, σκουνιέρης,… … Dictionary of Greek
καπιτζής — καπιτζής, ὁ (Μ) πορτιέρης τής οθωμανικής Αυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kapici] … Dictionary of Greek
πορτοφύλακας — ο, Ν πορτιέρης, θυρωρός … Dictionary of Greek